- ἅδομαι
- ἅ̱δομαι , ἥδομαιswad-pres ind mp 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ᾄδομαι — ἀείδω il.Parv.. pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
ψαλμωδώ — ψαλμῳδῷ, έω, ΝΜΑ [ψαλμωδός] ψάλλω εκκλησιαστικούς ύμνους νεοελλ. συνθέτω ψαλμούς αρχ. (κυρίως παθ.) ψαλμῳδοῡμαι, έομαι άδομαι ως ψαλμός … Dictionary of Greek